ὀχοῦμαι

ὀχοῦμαι
ὀχάομαι
leap
pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)
ὀχέω
hold fast
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • παροχούμαι — έομαι, Α συνεποχούμαι με κάποιον, κάθομαι δίπλα σε κάποιον στο κάθισμα οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχοῦμαι (πρβλ. επ οχούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… …   Dictionary of Greek

  • εποχούμαι — (AM ἐποχοῡμαι, έομαι) [οχούμαι] μετακινούμαι με μεταφορικό μέσο («μὴ μὲν’ τοῑς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Τρώων», Ομ. Ιλ.) μσν. 1. κάθομαι επάνω 2. κατευθύνομαι αρχ. 1. (για αρσ. ζώα) οχεύω, βατεύω 2. (για εξαρθρωμένα κόκαλα) στηρίζομαι στο… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλοχος — καμπύλοχος, ον (Α) (για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νή οχος] …   Dictionary of Greek

  • οχεύω — (Α ὀχεύω) 1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω 2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι (για θηλ. ζώο) βατεύομαι αρχ. 1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει 2. (το μέσ.) …   Dictionary of Greek

  • περιοχούμαι — έομαι, Α παθ. τρέχουν επάνω μου προς όλες τις κατευθύνσεις («γῆ... περιοχουμένη ζῴοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀχοῦμαι «βαστάζω, φέρω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαροχώ — έω, Α περνώ συγχρόνως με κάτι άλλο («τῷ χρόνῳ συμπαροχηκός», Γρηγ. Ναζ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παροχοῦμαι (< παρά + ὀχοῦμαι «μεταφέρομαι με όχημα»)] …   Dictionary of Greek

  • όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”